
Η αυτοκτονία είναι μια πράξη πολύ προσωπική αλλά ταυτόχρονα είναι μια ανοιχτή διαμαρτυρία κατά των δυσανάγνωστων αποφάσεων. Αλήθεια, τι κοινωνία είναι αυτή, στην οποία μέσα στην αγκαλιά εκατομμυρίων βρίσκεις τη βαθύτερη μοναξιά, στην οποία κάποιον μπορεί να τον καταλάβει ακατανίκητη επιθυμία αυτοκτονίας, χωρίς να το καταλάβει κανείς; Αυτή η κοινωνία δεν είναι κοινωνία, είναι όπως λέει ο Ρουσώ, μια έρημος που την κατοικούν άγρια θηρία.
Στην ελληνική κοινωνία που σήμερα παρά ποτέ είναι τόσο δεμένη με όλες τις στρεβλές πλευρές που επέβαλε ο χριστιανισμός, δεν βρήκε τόπο το δικαίωμα στη ζωή, άρα και το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση της ζωής (δηλαδή εν τέλει και το δικαίωμα στο θάνατο). Η αυτοκτονία ακόμα και σήμερα θεωρείται κάτι κατακριτέο, μια πράξη εγωισμού και δειλίας, και τελικά κάτι που δεν θέλουμε να καταλάβουμε, μην μπορώντας να διαβάσουμε τα μηνύματα, τις κραυγές αλήθειας που υπάρχουν πίσω από αυτήν. Κι αν αυτή λαμβάνει χώρα σε συνθήκες μιας οικονομικής κρίσης σαν κι αυτή που ζούμε σήμερα, και καταντάει να γίνεται “επιδημιακή”, τότε μπορεί ίσως πιο εύκολα να λοιδωρηθεί από αυτούς που το μόνο που καταλαβαίνουν είναι η υποταγή.
Πολύ λεπτά χτισμένες είναι αυτές οι αντιλήψεις πάνω σε όλο το οικοδόμημα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο φτωχός είναι βλάκας, κάποιος που δεν είχε τα “ανάλογα” προσόντα για να πάει μπροστά. Ο άνεργος είναι τεμπέλης, και θα πρέπει να ντρέπεται που έχασε τη δουλειά του και ακόμα περισσότερο να ντρέπεται όταν δεν μπορεί να βρει άλλη. Ο άρρωστος είναι άχρηστος και γκρινιάρης και σίγουρα υπάρχει μια κατάσταση που υποδηλώνει κάποια “γενετική” αδυναμία να ανταποκριθεί στα καθημερινά του “καθήκοντα”. Η ίδια επέκταση γίνεται για τους ηλικιωμένους, τα παιδιά, τις εγκύους, τις λεχώνες. Σε μια κοινωνία που η εργασία γίνεται αυτοσκοπός και παράλληλα υπέρτατος σκοπός στο δρόμο της απόλυτης εκμετάλλευσης του κεφαλαίου, οι “μη παραγωγικοί” είναι οι απόκληροι.
Σε αυτήν την κοινωνία, που η επιβίωση του ισχυρότερου παρουσιάζεται όχι απλά σαν νόμος αλλά και σαν καθήκον μας απέναντι στην “ανάπτυξη” μιας χώρας ή ενός συστήματος, υπάρχει μια πράξη πιο ισχυρή και πιο μεγάλη από αυτήν της αυτοκτονίας; Η αριστερά θα μπορούσε να δώσει μια εύκολη απάντηση σε αυτό: ο δρόμος της πάλης, του αγώνα. Τι γίνεται, όμως, όταν ένας αγωνιστής σαν το Δημήτρη Χριστούλα αποφασίζει να αυτοκτονήσει; Καταρρίπτονται τα παραδοσιακά σχήματα που παρουσιάζουν τον αγωνιστή ως τον απολύτως υπομονετικό άνθρωπο, που είναι ικανός να αποδεχτεί κάθε είδους θυσία, βασανιστήρια, διωγμούς, την εκμηδένιση της προσωπικότητάς του για κάποιο φαντασιακό “γενικό καλό”. Αυτά τα ηθικά διδάγματα περί καθημερινής αυτοθυσίας είναι τόσο συντηρητικά που πλησιάζουν, αν όχι ταυτίζονται, με το καντιανό καθήκον της αυτοσυντήρησης. Ρέπουν με τον τρόπο του κεφαλαίου προς στην εργασία και το “ιερό” μας καθήκον να “απελευθερωθούμε” μέσα από αυτή. Συνιστούν έναν ψεύτικο κόσμο όπου είναι διαρκής ανάγκη να παραμυθιαζόμαστε σε προσωπικό και πολιτικό επίπεδο για το πόσο ανίκανοι είμαστε να πράξουμε μια συνολική ανατροπή. Και πρέπει κάθε φορά να περιμένουμε υπομονετικά κάποιες “συνθήκες” να ωριμάσουν.

Υ.Γ.: Ένας δυσκίνητος μπουρζουάς, ο οποίος τοποθετεί την ψυχή του, τη δουλειά του και το θεό του στο εμπόριο, μπορεί να τα βρει όλα αυτά πολύ ρομαντικά και να αρνηθεί τον πόνο του που δεν καταλαβαίνει, χαμογελώντας ειρωνικά: η περιφρόνησή του δεν μας εκπλήσσει. Τι άλλο να περιμένει κανείς από τους ανθρώπους του 3%, οι οποίοι ούτε που φαντάζονται ότι μέρα με τη μέρα δολοφονούν τον εαυτό τους, την ανθρώπινη φύση τους. Αλλά τι να πεις για τους καλούς ανθρώπους, οι οποίοι παριστάνουν τους ευσεβείς, τους μορφωμένους, και επαναλαμβάνουν τις ίδιες προστυχιές;
Σημ.: Τα πλάγια είναι αποσπάσματα από το βιβλίο “Περί αυτοκτονίας” του Καρλ Μαρξ, που είναι βασισμένο στη μαρτυρία του Jacques Peuchet (Κ. Μαρξ, Περί αυτοκτονίας, μετάφραση Θ. Παρασκευόπουλος, εκδόσεις Νήσος, 2003).
Δήμητρα Κωσταγιώργου /ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΔΡΑΣΗ
Σχολιάστε
Δεν υπάρχουν σχόλια.
Σχολιάστε